λαγός

λαγός
Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος 70 έως 85 εκ. –μαζί με την κοντή ουρά του– και βάρος 3 έως 5 κιλά. Το πρόσθιο τμήμα του σώματος είναι πιο ανεπτυγμένο από το οπίσθιο όπως και τα αντίστοιχα άκρα, που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένα για το άλμα και για το τυπικό τρέξιμο του ζώου. Η οδοντοστοιχία, που περιλαμβάνει 28 δόντια, δεν έχει κυνόδοντες. Όπως και στα άλλα διπλόδοντα, η επάνω γνάθος φέρει τέσσερις κοπτήρες: οι δύο πρόσθιοι –σμιλόμορφοι και ορατοί ακόμα και όταν το στόμα είναι κλειστό, μέσα από τη χαρακτηριστική σχισμή του χείλους– είναι πιο μεγάλοι από τους οπίσθιους κοπτήρες. Στις παρειές φέρει θυλάκους, στους οποίους διατηρεί την τροφή που δεν μπορεί να καταναλώσει αμέσως. Το θηλυκό γεννά 3 έως 4 φορές τον χρόνο. Ύστερα από κύηση περίπου ενός μήνα γεννά 3 έως 5 μικρά, που τα θηλάζει για 15 ημέρες. Ο λ. ζει μόνος σε τρύπες και σε στενά κοιλώματα του εδάφους που καλύπτει με χορτάρια· δεν σκάβει όμως φωλιά. Την ημέρα παραμένει κρυμμένος, ενώ τη νύχτα βγαίνει σε αναζήτηση τροφής, που αποτελείται από φύλλα και βλαστούς διαφόρων φυτών, αλλά και από φλοιούς δέντρων. Αν ενοχληθεί, μένει ακίνητος για να μη γίνει αντιληπτός, αλλά στον παραμικρό κίνδυνο πηδά με άλματα μέχρι 4 μ., με ταχύτητα που μπορεί να φτάσει περίπου τα 70 χλμ. την ώρα. Ο λ. είναι διαδεδομένος σε όλη την Ευρώπη, εκτός από τη Σκανδιναβία και τη βόρεια Ρωσία, ενώ απαντάται και στην κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα συνηθέστατο είναι το είδος Lepus europaeus. Στη Σαρδηνία ζει ένα παρόμοιο είδος (Lepus mediterraneus), αλλά πιο μικρόσωμο και με πολύ μακριά αφτιά. Στις Άλπεις, σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μ., είναι διαδεδομένος ο λ. ο δειλός (Lepus timidus), του οποίου το τρίχωμα, σχεδόν ολόκληρο γκριζοκάστανο στη ράχη το καλοκαίρι, γίνεται λευκό κατά τους χειμερινούς μήνες, εκτός από τις άκρες των αφτιών που μένουν μαύρες. Ο λαγός ο αμερικανικός με το χειμερινό τρίχωμά του. Ο λαγός ο αμερικανικός με το καλοκαιρινό τρίχωμά του. Ο λαγός την ημέρα παραμένει κρυμμένος μέσα σε τρύπες σκεπασμένες με χορτάρια και τη νύχτα βγαίνει προς αναζήτηση τροφής.
* * *
και λαγωός και λαγώς, ο (AM λαγώς και λαγός, Α και λαγῶς και επικ. και ποιητ. τ. λαγωός)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία τού γένους lepus και μερικών άλλων συγγενών γενών λαγόμορφων θηλαστικών στην οποία περιλαμβάνονται και τα κουνέλια
2. μτφ. δειλός, φοβητσιάρης
νεοελλ.
1. αυτός που τρέχει γρήγορα, γοργοπόδαρος
2. φρ. α) «έγινε λαγός» — έφυγε πολύ γρήγορα
β) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — υπόσχεται πολλά και μάλιστα που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν
3. (φρ. α) «τού λαγού τ' αφτιά» — κοινή ονομασία είδους τού φυτού ίρις
β) «τού λαγού τα γένια» — κοινή ονομασία είδους τού φυτού τραγοπώγων
γ) «τού λαγού τα στιβάλια» — κοινή ονομασία είδους τού φυτού αριστολόχια
δ) «τού λαγού η ουρά»
(στην Κύπρο) κοινή ονομασία είδους τού φυτού όρχις
4. παροιμ. «που κυνηγά πολλούς λαγούς κανένανε δεν πιάνει» — όποιος καταμερίζει σε πολλά πράγματα τη δραστηριότητά του αποτυγχάνει
μσν.
φρ. «πιάνω λαγό με το αμάξι» — είμαι πολύ επιδέξιος, πολύ ικανός
αρχ.
1. πτηνό με δασύτριχα πόδια
2. είδος ιχθύος
3. ονομασία αστερισμού
4. είδος επιδέσμου
5. παροιμ. «λαγώς καθεύδων» — λεγόταν για ανθρώπους που υποκρίνονταν τους κοιμισμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγωός πιθ. < *λαγ(ο)ω(υσ)ος «αυτός που έχει χαλαρά αφτιά» < *λάγος «μαλακός, χαλαρός» (πρβλ. λαγαίω) + οὖς (πρβλ. οσετικό tarqūs «λαγός» αλλά κυρίως «μακριά αφτιά», νεοπερσ. xargōš «αφτιά γαϊδάρου», βερβερικό butmezgīn «ζώο με μακριά αφτιά»). Ο τ. λαγώς < λαγωός με συναίρεση (πρβλ. λεώς), ενώ ο τ. λαγός < λαγώς αναλογικά προς τα δευτερόκλιτα. Η λ. στη γλώσσα τών κυνηγών εξελίχθηκε σε απαγορευμένη λ. («ταμπού»), μια και ο λαγός θεωρούνταν ζώο που φέρνει δυστυχία.
ΠΑΡ. λαγιδεύς, λαγίδιο
αρχ.
λάγειος, λάγινος, λάγιον, λαγωδάριον, λαγωδίας, λαγώδιον, λαγώειος, λαγωίνης, λαγώνεια
μσν.
λαγίνης, λαγωικός
μσν.- νεοελλ.
λαγούδι
νεοελλ.
λαγονεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαγοκυνήγι, λαγονάρης, λαγόπους, λαγόφθαλμος, λαγόχειλος, λαγοβόλος
αρχ.
λαγοδαίτης, λαγοθήρας, λαγοκτόνος, λαγοπράτης, λαγωσφαγία, λαγωτροφείον, λαγωφόνος
μσν.
λαγομαγείρευμα, λαγοράβδιν, λαγωδρόμος, λαγώδων, λαγωτροφώ
νεοελλ.
λαγόκαρδος, λαγοκοιμάμαι, λαγοκοιτιά, λαγοκούνελο, λαγοκυνηγός, λαγοπόδαρος, λαγοπροβιά, λαγοτόμαρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λάγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγός — Sp Lãgas Ap Λαγός/Lagos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • λαγός — ο 1. μικρό θηλαστικό ζώο με μεγάλα αυτιά. 2. φρ., «Έγινε λαγός», έφυγε τρέχοντας· «Τάζει λαγούς με πετραχήλια», υπόσχεται πολλά χωρίς να μπορεί να τα πραγματοποιήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγός — λαγῶς hare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγὸς περὶ τῶν χρεῶν. — См. Шкурный вопрос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λάγος ή Λάαγος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πατέρας του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ήταν ηγεμόνας της Εορδαίας, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ήταν απλώς ένας άσημος Μακεδόνας, ο… …   Dictionary of Greek

  • λαγός της θάλασσας — Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του… …   Dictionary of Greek

  • Λάγον — Λάγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάγου — Λάγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάγους — Λάγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”